Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε μια χώρα που όλοι ήταν κλέφτες. Καθένας έβγαινε την νύχτα κρατώντας ένα λοστό και ένα φανάρι και άδειαζε τα σπίτια των γειτόνων του. Τα χαράματα , γυρίζοντας φορτωμένος με την λεία στο δικό του σπίτι , έβλεπε φυσικά ότι και αυτό είχε λεηλατηθεί. Και έτσι ,όλοι ζούσαν αρμονικά. Γενικά τα βόλευαν. Ο ένας έκλεβε τον άλλο , ο άλλος τον επόμενο, και ούτω καθεξής ως τον τελευταίο- που ήταν αυτός που έκλεβε τον πρώτο! Η λέξη επιχείρηση ,στην χώρα αυτή ήταν ταυτόσημη της λέξης απάτη , είτε αγόραζες είτε πουλούσες. Η κυβέρνηση ήταν μια γκανγκστερική εταιρία, που είχε στηθεί απλώς για να κλέβει τους πολίτες ,οι όποιοι επίσης περνούσαν τον καιρό τους κλέβοντας το κράτος. Η ζωή συνέχιζε την αδιατάρακτη πορεία της και ο λαός δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε φτωχός. Ώσπου μια μέρα – κάνεις δεν ξέρει πως- εμφανίζεται ξαφνικά ένας τίμιος. Την νύχτα αντί να βγαίνει με το σακούλι και το φανάρι για να κλέψει , έμενε μέσα και διάβαζε μυθιστορήματα καπνίζοντας . Μόλις πλησίαζαν οι κλεφτές , έβλεπαν το φως και έφευγαν.
Αυτή η κατάσταση βεβαία δεν κράτησε πολύ. Κάποιοι ανέλαβαν να εξηγήσουν στον τίμιο ότι είχε ασφαλώς κάθε δικαίωμα να ζει όπως του άρεσε αλλά όχι και να εμποδίζει τους άλλους να κάνουν την δουλεία τους. Κάθε βράδια που αυτός έμενε στο σπίτι του ,κάποια οικογένεια έμενε χωρίς ψωμί. Ο τίμιος άνθρωπος δεν ήξερε τι να αντιτείνει . Κι έτσι άρχισε να φεύγει από το σπίτι του και να λείπει από το σπίτι του ως τα χαράματα. Αλλά να κλέψει δεν το μπορούσε. Παραήταν τίμιος. Πήγαινε ως την γέφυρα και κοίταζε κάτω τα νερά, μετά γύριζε στο σπίτι του και το έβρισκε αδειασμένο. Ούτε μια εβδομάδα δεν είχε περάσει έτσι και ο τίμιος άνθρωπος μας έφτασε να πεινάσει. Στο σπίτι του όλα τα χρήματα και τα τρόφιμα είχαν κάνει φτερά. Αλλά ποιος του έφταιγε αν όχι το δικό του το κεφάλι? Όλο το πρόβλημα ήταν η εντιμότητα του – είχε απορυθμίσει ολόκληρο το σύστημα! Άφηνε να τον ληστεύουν χωρίς αυτός να ληστεύει κανέναν. Και έτσι όλο και υπήρχε κάποιος στην πόλη που γυρίζοντας την αυγή έβρισκε το σπίτι του άθικτο , ήταν απλούστατα το σπίτι που θα λήστευε ο τίμιος αν δεν ήταν τίμιος.
Φυσικά , εκείνοι που τα σπίτια τους έμεναν αδιάρρηκτα ανακάλυψαν ότι γίνονταν πλούσιοι πιο γρήγορα από τους άλλους , και έτσι δεν είχαν ανάγκη να κλέβουν άλλο. Ενώ όσοι πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τιμίου άρχισαν να φεύγουν με αδειανά τα χεριά και διαρκώς φτώχαιναν. Στο μεταξύ , αυτοί που είχαν πλουτίσει απέκτησαν την συνηθείας να πηγαίνουν μαζί με τον τίμιο στην γέφυρα και να χαζεύουν και κοινοί τα νερά. . Όμως αυτό μπέρδεψε τα πράγματα πιο πολύ, γιατί έκανε ακόμη περισσότερους να γίνουν πλούσιοι και πολλούς άλλους να γίνουν φτωχοί. Όποτε ,πλέον, οι πλούσιοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι αν περνούσαν τις νύχτες τους στην γέφυρα , αργά η γρήγορα θα γίνονταν φτωχοί. Και τότε σκεφτήκαν <γιατί να μην πληρώνουμε μερικούς φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν αυτοί για μας?> Και αμέσως έγιναν οι συμβάσεις και κανονίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά, τα πάντα(με μπόλικη πονηριά και από τις δυο πλευρές κλεφτές ήταν ακόμη όλοι). Αλλά η κατάληξη ήταν να γίνουν οι πλούσιοι ακόμα πιο πλούσιοι και οι φτωχοί ακόμα φτωχότεροι.
Μερικοί από τους πλούσιους ήταν τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν- η να πληρώνουν άλλους να κλέβουν για λογαριασμό τους. Αν όμως σταματούσαν να κλέβουν , δεν θα αργούσαν να ξαναγινούν φτωχοί (θα φρόντιζαν για αυτό οι φτωχοί). Αποφάσισαν λοιπόν να πληρώνουν τους φτωχότερους των φτωχών για να Φιλίνε την περιουσία από τους άλλους φτωχούς. Και έτσι έγινε η αστυνομία και χτιστικών οι φύλακες. Και έτσι , λίγα μόλις χρόνια μετά τον ερχομό του τιμίου, κανένας πια δεν μιλούσε ούτε για κλοπές ούτε για ληστείες, αλλά μοναχά για το ποσό πλούσιος η ποσό φτωχός ήταν ο ένας η ο άλλος. Φυσικά, όλοι τους ήταν ακόμα ένα μάτσο κλεφτές. Μονό εκείνος ο ένας τελικά , μονό αυτός ήταν τίμιος και μοιραία κάποια στιγμή πέθανε από την πεινά.
( Μια εκπληκτικά <επίκαιρη > αλληγορία του μεγάλου ιταλού συγγραφέα italo calvino για την διαφθορά στην χώρα του).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου